- ἐπεῖγον
- ἐπείγωpress by weightpres part act masc voc sgἐπείγωpress by weightpres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επείγον — το ουδ. μτχ. ενεστ. του επείγω χαρακτηρισμός σε τηλεγράφημα, έγγραφο, τηλεφώνημα κτλ., που δηλώνει ότι είναι ανάγκη να φτάσει στον αποδέκτη όσο γίνεται γρηγορότερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔπειγον — ἐπείγω press by weight imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐπείγω press by weight imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαστής — Όρος που στη συνήθη του έννοια σημαίνει τον δημόσιο λειτουργό, o οποίος αποτελεί μέλος της δικαστικής αρχής και με την ιδιότητά του αυτή έχει δικαστικές αρμοδιότητες. Αντίθετα, υπό στενή έννοια ο όρος αφορά τους δημόσιους λειτουργούς που είναι… … Dictionary of Greek
επείγω — (AM ἐπείγω) 1. απρόσ. επείγει είναι επιτακτική ανάγκη, υπάρχει βία («η εγχείρηση επείγει») 2. μέσ. ἐπείγομαι α) βιάζομαι («ἐπείγετο δ ὅττι τάχιστα ἐκτελέσαι μέγα ἔργον», Ησίοδ.) β) είμαι υποχρεωμένος να βιαστώ («επείγεται να προλάβει το τρένο»)… … Dictionary of Greek
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek
προτεραιότητα — η, Ν 1. το να βρίσκεται κανείς ή κάτι πριν από κάποιον ή κάτι άλλο, το να προηγείται στη σειρά, την τάξη ή τον χρόνο 2. φρ. α) «δικαίωμα προτεραιότητας» i) το δικαίωμα που έχει κανείς λόγω ανώτερης θέσης την οποία κατέχει ή λόγω προηγούμενων… … Dictionary of Greek
τηλεγράφημα — το, Ν τηλεπ. σύντομο, συμπυκνωμένο κατά κανόνα, κείμενο που μεταδίδεται προς τον παραλήπτη μέσω τού τηλεγραφικού δικτύου και τού οποίου το κόστος αποστολής είναι ανάλογο προς τον αριθμό τών λέξεων (α. «επείγον τηλεγράφημα» β. «ευχετήριο… … Dictionary of Greek
υπερεπείγω — ὑπερεπείγω ΝΑ νεοελλ. 1. (το ενεργ. μόνον ως τριτοπρόσ.) υπερεπείγει είναι εξαιρετικά επείγον, βιαστικό («υπερεπείγει να μεταφερθεί στο νοσοκομείο») 2. μέσ. υπερεπείγομαι βιάζομαι πάρα πολύ 3. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ.) υπερεπείγον (ένδειξη σε… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek